Παρασκευή
Τρίτη
Ήτανε μια φορά
ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΦΟΡΑ στη θρυλική Απχαζία ένας βασιλιάς που τόνε λέγανε Άντερο. Πολυμήχανος και ξακουστός στα πέρατα της γης, ιππότης γενναίος και άρχοντας δίκαιος, που είχε γίνει μύθος για τα σπουδαία κατορθώματά του. Από μικρός φαινότανε προικισμένος κι ο βασιλιάς πατέρας του καμάρωνε σαν κόκκορας για το πουλερικό, το ροδαλό πριγκιπόπουλο, που με δασκάλους άριστους μεγάλωνε στο παλάτι με μόνο σκοπό μια μέρα των ημερών να κυβερνήσει τη χώρα. Σ' όλες τις γιορτές και τα πανηγύρια της Απχαζίας, ο πρίγκιπας Άντερος τους κέρδαγε όλους στις γκαζές και στα τσεκούρια, στο κρυφτό, στο πηδηχτό, στα βαρελάκια και στο κυνηγητό, κι αν μιλάμε για γνήσιες πολεμικές τέχνες, όταν έπιανε σπαθί στο χέρι, κοντάρι, βούρδουλα ή αλυσοπρίονο, ξεκατίνιαζε όλους τους κορδωμένους νταήδες του βασιλείου αλλά και τις ξένες δυνάμεις. Πειρατές Σαρακηνούς, σιδερόφρακτους κεντροφόρους απ' τη Γαλατία, Βησιγότθους παλουκοκένταυρους κι όλους τους λογής-λογής αληταράδες που κατά καιρούς απειλούσαν την απχαζιακή επικράτεια με ψιλοτσαμπουκάδες και επιδρομές. Για να σας δώσω να καταλάβετε περί ποίου ατρόμητου πρίγκιπα μιλάμε, όταν ένα απόγευμα έφτασαν στην Απχαζία να βολτάρουν στα ονομαστά δάση και τα λιβάδια της κάτι συφοριασμένοι, άφραγκοι, λετσοτουρίστες εκδρομείς από το Αμπραβουμάτ, ο δωδεκάχρονος τότε πρίγκιπας Άντερος πηδώντας από δέντρο σε δέντρο τους παλούκωσε όλους. Τόσο περήφανοι ήσαντε οι υπήκοοι, που ζήτησαν ευγενικά από το βασιλιά να παραιτηθεί και να αναθέσει τις τύχες της χώρας στο νεαρό πρίγκιπα ο οποίος ευχαρίστως απεδέχθη και, για πιο σίγουρα, μετά την τελετή της στέψης κρέμασε τον πατέρα του και δύο θείους του από μια νερατζιά για να τους θυμάται.
Οι Απχαζοί και οι Απχαζές ουδεμία σημασία έδωσαν στο συμβάν, το οποίο και κατεχώρισαν ως συνηθισμένο περιστατικό ρουτίνας στο Κρατικό Ημερολόγιο Γεγονότων και Παραλείψεων. Όποιος είχε δει από κοντά τον Άντερο, ποτέ δεν μπορούσε να ξεχάσει το επιβλητικό ανάστημα, το αποφασισμένο βλέμμα και αυτήν τη στεντόρεια φωνή που έκανε τα άγρια πουλιά να πετάγονται απ' τις φωλιές και τις κρυψώνες τους και κρώζοντας να πέφτουν με φόρα πάνω στους βράχους που ξεκολλούσαν και κομματιασμένοι κατρακυλούσανε απ' τα βουνά μέσα σε ένα φρικτό μπουμπουνητό, σκόνες και κουρνιαχτό. Ιδίως δε εάν επρόκειτο να επέμβει δυναμικά για να αποκαταστήσει την τάξη σε θέματα ηθικής, ήταν άτεγκτος, στυγνός και πολύ αυστηρών αρχών, θα έλεγα. Αφού να φανταστείτε, από τότε που άγνωστοι του έκλεψαν τρεις φορές τρεις βασίλισσες, αποφάσισε να πάρει δώδεκα καινούργιες και να τις κλειδώσει σ' έναν πύργο απροσπέλαστο, όπου με την ησυχία του πήγαινε μέρα παρά μέρα και τις γονιμοποιούσε.
Μια μέρα, ακούστηκε ότι οι φοβεροί και τρισάθλιοι Λογγοβόθροι από τον Βορρά ετοίμαζαν επιδρομή, δηλαδή, για να εξηγούμαστε, η πληροφορία μιλούσε για γενική επίθεση από στεριά και θάλασσα κατά της Απχαζίας όχι τόσο γιατί καλοβλέπανε τα στάρια, τα αμπέλια, το μέλι και τα πρόβατα της πάμπλουτης του βασιλιά μας χώρας, αλλά για να διαλύσουνε διά παντός τη φήμη του ανίκητου, ακούραστου κι ασκούριαστου πολεμιστή. Αρμάδες με σαπιοκάραβα, που τα βρωμερά πανιά τους μύριζαν από μίλια μακριά και έγραφαν «θάνατος στους Απχαζούς - Ο Λογγοβόθρος θα νικήσει» γέμισαν τα πέλαγα (για την ακρίβεια ήταν πάνω από τέσσερα πλοία) και στίφη αγρίων απ' τη στεριά κατηφόριζαν κατρακυλώντας στις πλαγιές με ξύλα, πέτρες, σφεντόνες και ροκάνες ουρλιάζοντας «Θέλουμε τον Αντερο - βγάλτε του το άντερο» με ανορθόγραφα πανώ: «Στριμένο Άντερο, τα πετάνεις άβριο»,«Άντερο, Άντερο -Τελούμε σπλυνάντερο», «Εξο η άντεροι από τα μποστάνια ντους» και άλλα ακατανόητα, Πράγματι, μόλις έπεσε ο ήλιος, χιλιάδες χιλιόμετρα άντερα είχαν γεμίσει τους κάμπους της Απχαζίας και ο δυστυχισμένος βασιλιάς, παλουκωμένος και ανήμπορος να ζήσει άλλο, κατάλαβε πόσο σημαντική ήταν η στρατιωτικοπολιτική μεταρρύθμιση που κάποτε του είχε προτείνει εκείνος ο κερατάς ο Δουλόφρουτος, ο υπασπιστής του, που τον είχε κάνει με πατάτες στο φούρνο.
ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΨΑΡΙΑΝΟΣ
Οι Απχαζοί και οι Απχαζές ουδεμία σημασία έδωσαν στο συμβάν, το οποίο και κατεχώρισαν ως συνηθισμένο περιστατικό ρουτίνας στο Κρατικό Ημερολόγιο Γεγονότων και Παραλείψεων. Όποιος είχε δει από κοντά τον Άντερο, ποτέ δεν μπορούσε να ξεχάσει το επιβλητικό ανάστημα, το αποφασισμένο βλέμμα και αυτήν τη στεντόρεια φωνή που έκανε τα άγρια πουλιά να πετάγονται απ' τις φωλιές και τις κρυψώνες τους και κρώζοντας να πέφτουν με φόρα πάνω στους βράχους που ξεκολλούσαν και κομματιασμένοι κατρακυλούσανε απ' τα βουνά μέσα σε ένα φρικτό μπουμπουνητό, σκόνες και κουρνιαχτό. Ιδίως δε εάν επρόκειτο να επέμβει δυναμικά για να αποκαταστήσει την τάξη σε θέματα ηθικής, ήταν άτεγκτος, στυγνός και πολύ αυστηρών αρχών, θα έλεγα. Αφού να φανταστείτε, από τότε που άγνωστοι του έκλεψαν τρεις φορές τρεις βασίλισσες, αποφάσισε να πάρει δώδεκα καινούργιες και να τις κλειδώσει σ' έναν πύργο απροσπέλαστο, όπου με την ησυχία του πήγαινε μέρα παρά μέρα και τις γονιμοποιούσε.
Μια μέρα, ακούστηκε ότι οι φοβεροί και τρισάθλιοι Λογγοβόθροι από τον Βορρά ετοίμαζαν επιδρομή, δηλαδή, για να εξηγούμαστε, η πληροφορία μιλούσε για γενική επίθεση από στεριά και θάλασσα κατά της Απχαζίας όχι τόσο γιατί καλοβλέπανε τα στάρια, τα αμπέλια, το μέλι και τα πρόβατα της πάμπλουτης του βασιλιά μας χώρας, αλλά για να διαλύσουνε διά παντός τη φήμη του ανίκητου, ακούραστου κι ασκούριαστου πολεμιστή. Αρμάδες με σαπιοκάραβα, που τα βρωμερά πανιά τους μύριζαν από μίλια μακριά και έγραφαν «θάνατος στους Απχαζούς - Ο Λογγοβόθρος θα νικήσει» γέμισαν τα πέλαγα (για την ακρίβεια ήταν πάνω από τέσσερα πλοία) και στίφη αγρίων απ' τη στεριά κατηφόριζαν κατρακυλώντας στις πλαγιές με ξύλα, πέτρες, σφεντόνες και ροκάνες ουρλιάζοντας «Θέλουμε τον Αντερο - βγάλτε του το άντερο» με ανορθόγραφα πανώ: «Στριμένο Άντερο, τα πετάνεις άβριο»,«Άντερο, Άντερο -Τελούμε σπλυνάντερο», «Εξο η άντεροι από τα μποστάνια ντους» και άλλα ακατανόητα, Πράγματι, μόλις έπεσε ο ήλιος, χιλιάδες χιλιόμετρα άντερα είχαν γεμίσει τους κάμπους της Απχαζίας και ο δυστυχισμένος βασιλιάς, παλουκωμένος και ανήμπορος να ζήσει άλλο, κατάλαβε πόσο σημαντική ήταν η στρατιωτικοπολιτική μεταρρύθμιση που κάποτε του είχε προτείνει εκείνος ο κερατάς ο Δουλόφρουτος, ο υπασπιστής του, που τον είχε κάνει με πατάτες στο φούρνο.
ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΨΑΡΙΑΝΟΣ
Ο βασιλιάς Άντερος ψάχνοντας για τους σκευωρούς
Τετάρτη
Φρουτοπία
Το Γλεπόκι Αγαπά Βασίλη Καζούλη.
Ίσως γιατί με τα τραγούδια του πέρασε μερικά από τα καρδιοχτύπια στα μικράτα του, ίσως γιατί και αυτός κουβαλάει μια εφηβική τρέλα και αρνείται πεισματικά να μεγαλώσει. Γι’ αυτό και όταν είδε στον περιφερειακό την αφίσα Πάνος Κατσιμίχας, Μαχαιρίτσας, Καζούλης, Σταρόβας κ.ά, Θέατρο Γης, αναφώνησε ‘εδώ είμαστε’, με αποτέλεσμα να στρίψει ο οδηγός στη λάθος έξοδο.
Ψήνει (300° C) λοιπόν το γλεπόκι την τρελοπαρέα (χαχανούλης, χαρίλαος και άσχετος) και ανηφορίζουν προς το θέατρο γης. Με 2 αυτοκίνητα. Φτάνει το πρώτο αυτοκίνητο και βρίσκει ένα έρημο θέατρο:
-Εδώ δεν είναι η συναυλία? ρωτάνε στην είσοδο
-Εδώ είναι, αλλά αύριο παιδιά!
Ωχ*
Ακούει το προβλεπόμενο κράξιμο το γλεπόκι, μασουλάει κάτι δικαιολογίες του τύπου, δεν κατάλαβα ρε παιδιά, μη βαράτε, ένεκα που ήτανε με 10άρια η γραμματοσειρά στην αφίσα..
Τηλέφωνα στο άλλο αυτοκίνητο για να μη κουβαληθούν τzάμπα, χωρίς αποτέλεσμα όμως. Τη φάτσα του τύπου στην είσοδο θα’ θελα να έβλεπα, όταν πήγε και 2o αμάξι μέσα σε 5΄ και ρώτησε για την συναυλία.
Την επομένη η παρέα βρέθηκε να ξαναανηφορίζει για το θέατρο γης. Όλα κομπλέ, το θέατρο ανοιχτό, ο κόσμος μέσα και οι τραγουδιστές οι σωστοί. Την προσφώνηση έκανε μια κυρία, εκπρόσωπος της Ιθάκης. Όταν ήρθε η ώρα να φωνάξει στη σκηνή τον επόμενο ομιλητή, ζορίστηκε λίγο. ‘και τώρα για ένα σύντομο χαιρετισμό ο κος Καλονεεε... Καλοτ…Κολα…Κολαντεράκης!!!’ Ερχεται το λοιπόν ο κος Κολαντεράκης (!) και διορθώνει την προλαλήσασα ‘το όνομά μου είναι Καλαμπαλίκης’.
Αλήθεια σας λέω. Καλαμπαλίκης, όχι Κολαντεράκης.
Απορίες: Τα παιδιά του είναι τα Kαλαμπαλίκια? Και που τα βάζει όταν τα πηγαίνει στο σχολείο με το αυτοκίνητο? Στο πίσω κάθισμα? Και όταν κάνουν φασαρία τα καλαμπαλίκια τι κάνει? τιμωρία με το ένα πόδι όρθιο?Ουφ.
Η πρώτη ώρα ξεκίνησε με Βασιλάκη, να πηλαλάει σαν το τραγί στη σκηνή και να τραγουδά άαανναααα, δεν ήμανε εγώ για αεροπλάαανααα, και δώστου και εμείς από κάτω να σιγοντάρουμε. Ακολούθησαν Μαχαιρίτσας και Κατσιμίχας. Και δώστου αχ και βαχ εμείς. Κατεβήκαμε και κάτω για να πιάσουμε το feeling καλύτερα. Και το πιάσαμε. Και πάνω που το κρατούσαμε, βγαίνει ένας μεσήλιξ να μας τραγουδήσει Σταυρό του Νότου. Λίγο που δεν ήξερε τα λόγια του νέγρου θερμαστή από το Τζιμπουτί απέξω και τα διάβαζε, λίγο που είχε ξεχάσει το πιεσόμετρο σπίτι, ήρθαμε και ξενερώσαμε. Και πετάει ο φωτεινός χαχανούλης την ιδέα, όταν θα έρθει η ώρα του περιβόητου στίχου να φωνάξουμε μπας και τον μπερδέψουμε:
-Μάνα που πας?
-Γιέ μου θα πάω στα καράβια.
Δεν έπιασε. Γκρ.
Επόμενος καλλιτέχνης, ο Τόλης Φασόλης. Φασόη το λεν το παλικάρι, αλλά τι λογοπαίγνια να κάνεις με το Φασόης? Ενώ το Τόλης Φασόλης θυμίζει και λίγο από Φρουτοπία. Ο Αιμίλιος το Μήλο, ο Θάνος το Κολοκυθάκι και ο Τόλης Φασόλης.
Και δώστου εμείς από κάτω ‘να ζήσεις ρε Φασόλη’, ‘μπράβο ρε γίγαντα’.
Έρχεται σε κάποια φάση να μας απογειώσει η Ζήνα Αρβανιτίδη, κόρη (?) του Πασχάλη. Φοβερή φωνή, καμπάνα. Φτυστή η μάνα της.
Στα τελειώματα, και όσο τραγουδούσε ο Πάνος Κατσιμίχας το γλεπόκι κοιτούσε τη σκηνή με το βοδίσιο βλέμμα του και τραγουδούσε ‘μου το ‘χες πει πολλές φορές ότι δε μ’ αγαπούσες’ ‘Όχι εγώ’ αποκρίνεται ο κιθαρίστας. Αχμ. Μας πήρανε χαμπάρι.
* το ωχ αυτό δεν είναι απλά ένα ωχ. Είναι κάτι σαν ουόχ. Βαθύ και πονεμένο. Σαν να σου πάτησε η θείτσα στον επιτάφιο τον κάλο στο αριστερό πόδι.
Ίσως γιατί με τα τραγούδια του πέρασε μερικά από τα καρδιοχτύπια στα μικράτα του, ίσως γιατί και αυτός κουβαλάει μια εφηβική τρέλα και αρνείται πεισματικά να μεγαλώσει. Γι’ αυτό και όταν είδε στον περιφερειακό την αφίσα Πάνος Κατσιμίχας, Μαχαιρίτσας, Καζούλης, Σταρόβας κ.ά, Θέατρο Γης, αναφώνησε ‘εδώ είμαστε’, με αποτέλεσμα να στρίψει ο οδηγός στη λάθος έξοδο.
Ψήνει (300° C) λοιπόν το γλεπόκι την τρελοπαρέα (χαχανούλης, χαρίλαος και άσχετος) και ανηφορίζουν προς το θέατρο γης. Με 2 αυτοκίνητα. Φτάνει το πρώτο αυτοκίνητο και βρίσκει ένα έρημο θέατρο:
-Εδώ δεν είναι η συναυλία? ρωτάνε στην είσοδο
-Εδώ είναι, αλλά αύριο παιδιά!
Ωχ*
Ακούει το προβλεπόμενο κράξιμο το γλεπόκι, μασουλάει κάτι δικαιολογίες του τύπου, δεν κατάλαβα ρε παιδιά, μη βαράτε, ένεκα που ήτανε με 10άρια η γραμματοσειρά στην αφίσα..
Τηλέφωνα στο άλλο αυτοκίνητο για να μη κουβαληθούν τzάμπα, χωρίς αποτέλεσμα όμως. Τη φάτσα του τύπου στην είσοδο θα’ θελα να έβλεπα, όταν πήγε και 2o αμάξι μέσα σε 5΄ και ρώτησε για την συναυλία.
Την επομένη η παρέα βρέθηκε να ξαναανηφορίζει για το θέατρο γης. Όλα κομπλέ, το θέατρο ανοιχτό, ο κόσμος μέσα και οι τραγουδιστές οι σωστοί. Την προσφώνηση έκανε μια κυρία, εκπρόσωπος της Ιθάκης. Όταν ήρθε η ώρα να φωνάξει στη σκηνή τον επόμενο ομιλητή, ζορίστηκε λίγο. ‘και τώρα για ένα σύντομο χαιρετισμό ο κος Καλονεεε... Καλοτ…Κολα…Κολαντεράκης!!!’ Ερχεται το λοιπόν ο κος Κολαντεράκης (!) και διορθώνει την προλαλήσασα ‘το όνομά μου είναι Καλαμπαλίκης’.
Αλήθεια σας λέω. Καλαμπαλίκης, όχι Κολαντεράκης.
Απορίες: Τα παιδιά του είναι τα Kαλαμπαλίκια? Και που τα βάζει όταν τα πηγαίνει στο σχολείο με το αυτοκίνητο? Στο πίσω κάθισμα? Και όταν κάνουν φασαρία τα καλαμπαλίκια τι κάνει? τιμωρία με το ένα πόδι όρθιο?Ουφ.
Η πρώτη ώρα ξεκίνησε με Βασιλάκη, να πηλαλάει σαν το τραγί στη σκηνή και να τραγουδά άαανναααα, δεν ήμανε εγώ για αεροπλάαανααα, και δώστου και εμείς από κάτω να σιγοντάρουμε. Ακολούθησαν Μαχαιρίτσας και Κατσιμίχας. Και δώστου αχ και βαχ εμείς. Κατεβήκαμε και κάτω για να πιάσουμε το feeling καλύτερα. Και το πιάσαμε. Και πάνω που το κρατούσαμε, βγαίνει ένας μεσήλιξ να μας τραγουδήσει Σταυρό του Νότου. Λίγο που δεν ήξερε τα λόγια του νέγρου θερμαστή από το Τζιμπουτί απέξω και τα διάβαζε, λίγο που είχε ξεχάσει το πιεσόμετρο σπίτι, ήρθαμε και ξενερώσαμε. Και πετάει ο φωτεινός χαχανούλης την ιδέα, όταν θα έρθει η ώρα του περιβόητου στίχου να φωνάξουμε μπας και τον μπερδέψουμε:
-Μάνα που πας?
-Γιέ μου θα πάω στα καράβια.
Δεν έπιασε. Γκρ.
Επόμενος καλλιτέχνης, ο Τόλης Φασόλης. Φασόη το λεν το παλικάρι, αλλά τι λογοπαίγνια να κάνεις με το Φασόης? Ενώ το Τόλης Φασόλης θυμίζει και λίγο από Φρουτοπία. Ο Αιμίλιος το Μήλο, ο Θάνος το Κολοκυθάκι και ο Τόλης Φασόλης.
Και δώστου εμείς από κάτω ‘να ζήσεις ρε Φασόλη’, ‘μπράβο ρε γίγαντα’.
Έρχεται σε κάποια φάση να μας απογειώσει η Ζήνα Αρβανιτίδη, κόρη (?) του Πασχάλη. Φοβερή φωνή, καμπάνα. Φτυστή η μάνα της.
Στα τελειώματα, και όσο τραγουδούσε ο Πάνος Κατσιμίχας το γλεπόκι κοιτούσε τη σκηνή με το βοδίσιο βλέμμα του και τραγουδούσε ‘μου το ‘χες πει πολλές φορές ότι δε μ’ αγαπούσες’ ‘Όχι εγώ’ αποκρίνεται ο κιθαρίστας. Αχμ. Μας πήρανε χαμπάρι.
* το ωχ αυτό δεν είναι απλά ένα ωχ. Είναι κάτι σαν ουόχ. Βαθύ και πονεμένο. Σαν να σου πάτησε η θείτσα στον επιτάφιο τον κάλο στο αριστερό πόδι.
Ετικέτες
θέατρο γης,
καλαμπαλίκια,
Συναυλία
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)